- τσεβδός
- -ή, -όψευδός, που τσεβδίζει, που δεν έχει καλή άρθρωση, τραυλός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσεβδός — ή, ό, Ν βλ. τσευδός … Dictionary of Greek
κατσουρίζω — (Μ κατσουρίζω) καψαλίζω, σιγοψήνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < καψουρίζω (πρβλ. ψευδός: τσεβδός)] … Dictionary of Greek
τσευδίζω — και τσεβδίζω Ν [τσευδός / τσεβδός] ψευδίζω … Dictionary of Greek
τσευδός — και τσεβδός και τζευδός, ή, ό, Ν ψευδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδός, με τροπή τού π τού συμφωνικού συμπλέγματος πσ (> ψ ) σε τ (πρβλ. κο τσ άνι* < κο ψ άνιον, κου τσ ός* < κο ψ ός)] … Dictionary of Greek
τραυλός — ή, ό 1.αυτός που πάσχει από τραυλισμό, ψευδός, τσεβδός. 2. βραδύγλωσσος, κεκές: Τραυλός και δικηγόρος; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσεβδίζω — τσέβδισα, ψευδίζω, είμαι τσεβδός, τραυλίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσευδός — ή, ό βλ. τσεβδός, ή, ό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)